δευτερεύοντος

δευτερεύοντος
δευτερεύω
to be second
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετασχηματιστής — Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή… …   Dictionary of Greek

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… …   Dictionary of Greek

  • παραχορήγημα — τὸ, Α [παραχορηγώ] 1. ο ρόλος δευτερεύοντος χορού στο αρχαίο δράμα, ο οποίος αποχωρεί από τη σκηνή όταν η παρουσία του είναι πλέον περιττή, όπως π.χ. στην τραγωδία Ευμενίδες τού Αισχύλου, οι προπομποί ή τα τέκνα τού Τρυγαίου στην κωμωδία Ειρήνη… …   Dictionary of Greek

  • συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”